Ο Γιάννης Βογιατζής ήταν ο πρώτος άνθρωπος που γνώρισα στην εταιρεία Μπουτάρη, όταν το 1988, γυρίζοντας από τη Γαλλία, άρχισα να δουλεύω στο οινοποιείο της στη Νάουσα. Για αρκετά χρόνια κάναμε μαζί το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Νάουσα-Γουμένισσα, ορισμένα μοιραζόμασταν και το ίδιο γραφείο. Από την πρώτη στιγμή μου έκαναν εντύπωση η υπομονή και η επιμονή του, η διάθεση για εκ βαθέων διερεύνηση και συνεχείς πειραματισμούς. Προσόντα που, φυσικά, δεν πέρασαν απαρατήρητα και τον καθιέρωσαν ως έναν από τους πλέον καταξιωμένους Έλληνες οινολόγους, τον οδήγησαν στη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου στη Boutari και στην κεφαλή των φορέων του ελληνικού αμπελοοινικού κλάδου. Στη συζήτηση που ακολουθεί καταγράφεται η πορεία του, ξεκινώντας από τον Βελβεντό Κοζάνης, όπου γεννήθηκε.
της Μαρίας Νέτσικα
Δημοσιεύτηκε στο Wine Plus magazine
Γιάννη, απ’ ότι ξέρω η οικογένειά σου κατάγεται από τον Βελβεντό και είχε από παλιά σχέση με το κρασί.
Ναι, εγώ γεννήθηκα στον Βελβεντό της Κοζάνης, οι γονείς μου όμως είχαν ήδη μετακομίσει στην Κατερίνη, γιατί εκεί βρίσκονταν η επιχείρηση την οποία είχαν στήσει οι παππούδες. Αρχικά ο παππούς του πατέρα μου, ο οποίος είχε ξεκινήσει πριν την απελευθέρωση, επί τουρκοκρατίας, να βγαίνει για να πουλήσει τα κρασιά και τα τσίπουρά τους στην Κατερίνη που τότε ήταν ένα νέο «χωριό», πολύ αναπτυσσόμενο γιατί ήταν πάνω στον δρόμο. Ήταν νέα αγορά. Επομένως κρατούσαν εκεί ένα σημείο πώλησης. Στην αρχή παίρνανε τα κρασιά μέσα σε ασκούς από δέρμα, τα δερμάτια, κατέβαιναν με τα ζώα, τα πουλούσαν και ξαναγυρνούσαν. Μετά αγόρασαν ένα μαγαζί. Έναν χώρο που ήταν πωλητήριο και σιγά-σιγά έγινε ψιλοταβέρνα. Στη συνέχεια μεγαλώσανε πιο πολύ οι δουλειές. Κάνανε καζάνι, φτιάχνανε λικέρ, είχανε μια μικροποτοποιία στην Κατερίνη, όπως εκείνη την περίοδο μπορεί να ήταν και οι Μπουτάρηδες. Γιατί αυτά ανθούσαν εκείνη την περίοδο, το εμπόριο του κρασιού, τα λικέρ, τα κονιάκ… Τις συνταγές αυτές τις έχω, όλες. Και την όλη επιχείρηση την χειριζότανε ως πατριαρχική οικογένεια. Δηλαδή, οι οικογένειες μένανε όλες μαζί στο Βελβεντό και ο παππούς του πατέρα μου έστελνε τους γιους του, εκ περιτροπής μέσα στον χρόνο, στην Κατερίνη. Ανά τρεις μήνες ο καθένας. Μετά… κάποιοι πεθάνανε, κάποιοι μείνανε στις δουλειές του χωραφιού… Στην κατοχή το κρατούσαν αυτό το μαγαζί, αλλά πλέον είχε μείνει περισσότερο στον δικό μου τον παππού κι έτσι πήγαινε και ο πατέρας μου. Με το που τέλειωσε η κατοχή, νέο παιδί ο πατέρας μου, αποφασίζει να πάει να κρατήσει αυτό το μαγαζί. Φεύγει από τον Βελβεντό, μετακομίζει στην Κατερίνη και δουλεύει στην ταβέρνα. Στην Κατερίνη μάλιστα υπάρχει μεγάλη παράδοση σε Βελβεντινούς ταβερνιάρηδες. Ήταν 4-5 που είχαν ανοίξει ταβέρνες, μεταξύ των οποίων και ο πατέρας μου.
Εσύ γεννήθηκες στον Βελβεντό;
Εγώ γεννήθηκα και πήγα νηπιαγωγείο στον Βελβεντό, αλλά ουσιαστικά μεγάλωσα μέσα στην ταβέρνα. Έμαθα να σερβίρω, να κόβω σαλάτες, να φτιάχνω χαρμάνι τσίπουρο, γιατί γενικά στις ταβέρνες αυτές, στη Μακεδονία, το τσίπουρο είχε μεγαλύτερη κατανάλωση από το κρασί. Το κρασί πάντα υπήρχε, αλλά είχε μια εποχικότητα. Θυμάμαι ότι ανεβαίναμε στον Βελβεντό να πάρουμε τα κρασιά με το φορτηγό, σε βαρέλια. Ο πατέρας μου δοκίμαζε, διάλεγε και πηγαίναμε και τα παίρναμε. Τα φέρναμε στην ταβέρνα, τα βάζαμε στο υπόγειο και το μεγαλύτερο μέρος το πουλούσαμε τα Χριστούγεννα. Μια δεύτερη παρτίδα ήταν το Πάσχα, γιατί πουλούσαμε και πολύ για τα σπίτια. Το ζήτημα είναι ότι οι ταβέρνες αυτού του είδους παίξανε πολύ μεγάλο ρόλο στο εμπόριο του κρασιού την περίοδο αυτή, του μεσοπολέμου και πριν. Αυτοί φέρνανε το κρασί, αυτοί κάνανε το εμπόριο, γιατί δεν υπήρχε το εμφιαλωμένο. Δεν υπήρχαν ειδικές κάβες ή οινοπωλεία, ο κόσμος αγόραζε από τις ταβέρνες.
Άρα η μετέπειτα ενασχόλησή σου με την οινολογία ήταν δεδομένη;
Απολύτως! Όταν τελείωσα το σχολείο και έπρεπε να αποφασίσω το τι θα κάνω, αυτή η επιρροή ήταν πολύ μεγάλη. Μάλιστα, επειδή δεν είχα περάσει στο Χημικό, αλλά στο Φυσικό, πήρα μεταγραφή. Αυτή ήταν η κατεύθυνσή μου. Έκανα τα φοιτητικά μου χρόνια μέσα στη δικτατορία και μετά, στη μεταπολίτευση. Ήταν εποχές έντονης πολιτικοποίησης.
Και πότε έφυγες για το Bordeaux;
Τελείωσα το 1979 και έκανα αμέσως τα χαρτιά μου για μεταπτυχιακό. Έφυγα στο Bordeaux καλοκαίρι, ενώ ακόμα δεν είχα πάρει πτυχίο. Από Έλληνες εκεί βρήκα μόνο τον Δημήτρη Χατζηνικολάου. Ο Αργύρης Τσακίρης, ο Πάνος Ζουμπούλης, ο Θάνος Φακορέλης, ο Γεροβασιλείου, ο Σουφλερός είχαν όλοι γυρίσει. Αυτό! Πρώτη σειρά στις παραδόσεις και τα εργαστήρια… γνώρισα και τον Yves Glories, τον καθηγητή που ήταν υπεύθυνος των εργαστηριών. Και επειδή ήμουν χημικός, που σημαίνει πως ήξερα να πιάνω τις προχοϊδες και τα σιφώνια, μου είπε: κάτσε να κάνεις ένα διδακτορικό. Που δεν το υπολόγιζα εγώ. Εν πάση περιπτώση, πήγα αμέσως για DEA. Το θέμα μου ήταν «Το χρώμα και τα φαινολικά συστατικά των λευκών κρασιών». Δεν το είχε πιάσει ποτέ κανείς, γιατί ήταν δύσκολο. Κάθισα μέχρι το 1984, τελείωσα το διδακτορικό μου και γύρισα.
Και με το που γύρισες στην Ελλάδα, πήγες στην εταιρεία Μπουτάρη;
Γύρισα το καλοκαίρι του 1984 και ήθελα να κάνω έναν τρύγο, πριν κόψω την αναβολή μου στον στρατό. Έμαθα λοιπόν, πως έψαχνε ο Μπουτάρης για οινολόγο. Οπότε αρχές Αυγούστου βρήκα τον Γιάννη (Μπουτάρη), εδώ στο Κορδελιό. Τη θυμάμαι ακόμα πολύ καθαρά τη συνάντηση. Και μου λέει: 1η Σεπτεμβρίου έλα στη Νάουσα. Τότε στο οινοποιείο στη Στενήμαχο, οινολόγος ήταν ακόμη ο Παπανικολάου, ο οποίος όμως θα έφευγε. Οπότε πήγαμε για τρύγο και… στη συνέχεια έμεινα. Το 1985 ξεκινήσαμε στη Σαντορίνη. Άνοιξα το οινοποιείο του Νομικού και έκανα μια πρώτη οινοποίηση, να δούμε τι γίνεται… Κι έτσι, όλα τα πράγματα σιγά-σιγά προχώρησαν…
Ήταν η εποχή που η Μπουτάρης άρχισε να επανδρώνει το οινολογικό της τμήμα.
Ναι, κι όχι μόνο. Εκεί είχαμε μια περίοδο μεγάλης ανάπτυξης, συνεχούς ανάπτυξης μέχρι το 1994-1995, που ξεκίνησαν τα προβλήματα. Και νομίζω ότι αν κρατούσαμε την επιχείρηση όπως ήταν, χωρίς να ζητούμε να πάει σε τρελούς ρυθμούς, τα πράγματα θα ήταν τελείως διαφορετικά σήμερα. Η ώθηση που είχαμε πάρει τότε, ήταν πολύ δυνατή. Και δεν θα χάναμε το τρένο, όπως το χάσαμε τώρα! Εννοώ στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας των κρασιών που κάνουμε, σε σχέση με τα ξένα. Δηλαδή, η κοιλιά που κάναμε, συνέπεσε με το διάστημα που μπήκαν στην αγορά οι Αυστραλοί. Και εμείς δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Πιστεύω πως, αν η Μπουτάρης -σαν επιχείρηση- στεκόταν τότε δυνατά επιχειρηματικά, θα μπορούσε να οδηγήσει και όλο το ελληνικό κρασί σε ισχυρή ανταγωνιστικότητα στις εξαγωγές. Το πιστεύω πάρα πολύ αυτό. Γιατί είχε βγει μπροστά με τρόπο που θα τραβούσε και τους υπόλοιπους. Και μάλιστα είχε κι αυτό το σκεπτικό, δεν ήτανε κλειστή… Ήταν ο Γιάννης (Μπουτάρης), είχε βρει και σε μένα πρόσφορο έδαφος και παρόμοιο σκεπτικό κι αυτό το πράγμα μεγάλωνε συνεχώς. Μπήκανε μέσα νέοι άνθρωποι, επιστήμονες… πηγαίναμε να στήσουμε τις συνθήκες για ουσιαστική γνώση. Για έρευνα… Γεγονός που θα είχε ανταπόκριση στα προϊόντα, τα οποία θα μπορούσανε να επηρεάσουν. Κι επειδή είχαμε πολύ ανοικτό το πεδίο προς τα έξω, πιστεύω πως θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Γι’ αυτό το λέω. Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν έτσι.
Ας πάμε όμως και στο δικό σου κτήμα. Πότε και πως το αποφάσισες να ξεκινήσεις;
Γύρω στο 1990. Ο πατέρας μου, με το που βγήκε στη σύνταξη, θέλησε να στήσουμε ένα αμπέλι, να ξαναγυρίσουμε στο χωριό κι όλα αυτά… Ε, και είπαμε να το κάνουμε. Επιστροφή στις ρίζες. Εγώ βεβαίως είχα άλλη γνώμη, είχα ψάξει και για κάποια κομμάτια στη Ραψάνη, γιατί είναι πιο κοντά στην Κατερίνη, άρα και πιο καλά διαχειρήσιμα. Αλλά ο πατέρας μου επέμεινε… Από μια πλευρά καλώς, από άλλη όμως, κακώς. Γιατί το κτήμα έγινε σε μια περιοχή που δεν είναι αμπελουργική και επομένως υπάρχει πιο μεγάλη δυσκολία για ανάπτυξη. Πάντως στον Βελβεντό κάνω μια δουλειά, παρόμοια νομίζω μ’ αυτές που έχω κάνει στον Μπουτάρη, απλώς έχει τον προσωπικό χαρακτήρα. Έχει την οικογένεια, τον τόπο..
Τι εννοείς παρόμοια δουλεία με αυτές στον Μπουτάρη;
Εννοώ, με παρόμοιο σκεπτικό. Όπως σε όλες τις δουλειές που κάνουμε για τη μεγάλη εταιρεία στις περιοχές ονομασίες προέλευσης -και έχω δουλέψει σε όλη σχεδόν την Ελλάδα- διαμορφώνουμε πάντα ένα σκεπτικό: την ποικιλία, τους πειραματικούς και τους αποδεικτικούς αμπελώνες… Δηλαδή σε κάθε περιοχή να βρεις το δυναμικό της, να το εκμεταλλευτείς, να την αναδείξεις και να την ανανεώσεις. Αυτό εμπεριέχει την ανάδειξη των τοπικών ποικιλιών, αλλά και τη χρήση ξενικών. Ε, αυτό έκανα και στον Βελβεντό. Κι έτσι μέσα σε δύο χρόνια, από το 1991 μέχρι το 1993, φυτέψαμε γύρω στα 24-25 στρέμματα, το μεγαλύτερο μέρος με επί τόπου εμβολιασμό σε παλιά αμπέλια. Φυτέψαμε τοπικές ποικιλίες, αλλά κάποιες ξενικές. Επιπλέον, στα κρασιά μου χρησιμοποίησα, ως σκεπτικό, τον πολυποικιλιακό χαρακτήρα. Κι όπως παλιά, όταν φυτεύανε ένα αμπέλι βάζανε πολλές ποικιλίες, έτσι κι εγώ φύτεψα πολλές ποικιλίες. Άρχισα και τη διερεύνηση των παλιών τοπικών ποικιλιών από την οποία προέκυψε η ταυτοποίηση του κλώνου του Ξινόμαυρου. Και σύμφωνα με τη μελέτη που κάναμε τότε με τη Χαρούλα Σπινθηροπούλου και τον Σταυρακάκη (καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών), ο κλώνος του Βελβεντού και της Νάουσας εμφανίζονται να έχουν το καλύτερο αποτέλεσμα, με διαφορετικότητα στο κρασί που παράγει ο καθένας. Προέκυψε και η ταυτοποίηση των άλλων ποικιλιών, όπως ο Τσαπουρνάκος που μάλλον είναι ένας κλώνος του Cabernet Franc.
Εσύ, στα δικά σου αμπέλια, έχεις χρησιμοποιήσει αυτούς τους κλώνους;
Τώρα, στα καινούργια, ναι. Φυτέψαμε αυτόν τον κλώνο του Ξινόμαυρου και Τσαπουρνάκο. Επεκτεινόμαστε και στα λευκά, έχουμε βάλει Ασύρτικο και Malvasia Aromativa. Σήμερα έχουμε φτάσει στα 85 στρέμματα. Αυτός είναι ο πρώτος στόχος μας. Μετά, αν πάμε καλά, θα μεγαλώσουμε λίγο παραπάνω.
Πες μου και για τα κρασιά του κτήματος. Πότε κυκλοφόρησε η πρώτη σοδειά;
Το πρώτο μας κρασί ήταν το ερυθρό του 1997, που ήταν και πολύ καλή χρονιά. Στη συνέχεια καλές σοδειές ήταν του 2000, του 2001 -που ακόμη είναι σε πολύ καλή κατάσταση- του 2004 και του 2007, που ήταν εξαιρετική. Τον επόμενο χρόνο βγήκαν το λευκό και το ροζέ. Στη συνέχεια, κυκλοφόρησε ο Τσαπουρνάκος και το Ξινόμαυρο. Τα πιο καινούργια είναι ο Νεαρός Τσαπουρνάκος και ο Λευκοτσικνιάς, ένα Ασύρτικο. Από το 2008 αλλάξαμε και το προφίλ των ετικετών μας, για να ταιριάζουν καλύτερα στο σκεπτικό μου, αλλά και στο οινοποιείο που εν τω μεταξύ δημιουργήθηκε δίπλα στον πρώτο αμπελώνα, και είναι πολύ μοντέρνο, αφαιρετικής αισθητικής.
Ας κλείσουμε με την ενασχόλησή σου με τους φορείς του κλάδου, η οποία βεβαίως δεν είναι πρόσφατη, έτσι δεν είναι;
Μαζί με τον Γιάννη τον Μπουτάρη είχα πάντα συμμετοχή στις συλλογικές διαδικασίες του κλάδου, από την εποχή του Διεπαγγελματικού της Νάουσας. Έτσι ξέρω και έχω τριβή με τα ζητήματα του κλάδου. Και κάποτε, έρχεται η ώρα που πρέπει να εκπροσωπήσεις τους φορείς του. Οπότε, εκλέχθηκα στη θέση του προέδρου της ΕΝ.Ο.Α.Β.Ε. (Οίνοι Βορείου Ελλάδος, στο Δ.Σ. του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (Σ.Ε.Ο.) και της Ε.Δ.Ο.Α.Ο. Είμαι δηλαδή μέσα στην ομάδα που την τελευταία 10ετία ασχολείται με τα «κοινά» του ελληνικού κρασιού. Ο στόχος μας ήταν και παραμένει, να αγκαλιάσουμε όλους τους οινοποιούς, και αυτούς που βρίσκονται έξω από αυτές τις οργανώσεις. Έτσι, οι διαδικασίες είναι πιο συλλογικές, είναι και ενεργές στη διεκδίκηση των αιτημάτων τους.