Σπαγκέτι, ριγκατόνι, βίδες και φιογκάκια που ωφελούν και γλυκαίνουν την καρδιά μας. Viva la pasta, λοιπόν!
Στις ταινίες του Φελίνι, σνομπ και λαουτζίκος, κομψές πλούσιες κυρίες και χοντρές νοικοκυρές, ομορφονιοί καρδιοκατακτητές και εργαζόμενοι πατέρες, βρίσκουν τον κοινό παρανομαστή σκυμμένοι πάνω σ’ ένα ξέχειλο πιάτο μακαρονάδας. Ο μαέστρο είχε δίκιο. Τα μακαρόνια μπορούν, χωρίς δεύτερη σκέψη, να ανακηρυχτούν στο δημοκρατικότερο των πιάτων. Και, βεβαίως, πάντα δίπλα τους υπάρχει ένα ξέχειλο ποτήρι κρασί.
Κάθε εστιατόριο που σέβεται τον εαυτό του, προτείνει τουλάχιστον δύο με τρεις βερσιόν ζυμαρικών. Κάθε ευφάνταστος σεφ έχει πειραματιστεί με υλικά, μίγματα και συνταγές για να δημιουργήσει την τέλεια συνάφεια σάλτσας και ζυμαρικού. Και κάθε νοικοκυρά που αντιμετώπισε ξαφνικούς καλεσμένους, μετρώντας τα -ελάχιστα- λεπτά του βρασμού τους, μακάρισε τον εφευρέτη τους.
Και μιλώντας για εφευρέτη. Οι Ιταλοί διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους. Τα μακαρόνια είναι τροφή βασικά μεσογειακή. Τα σχετικά με την κινέζικη... μητρότητα, ούτε να τ’ ακούσουν θέλουν. Τα θεωρούν απλώς μύθο. Χρειάστηκαν λένε ο ήλιος, οι θαλασσινοί άνεμοι, η καυτή πνοή του καλοκαιριού και ένα ξεχωριστό έδαφος για να φτιαχτούν και να στεγνώσουν τα ζυμαρικά. Επιμένουν πως πρώτοι οι Άραβες ζύμωσαν αυτά τα λεπτά παιχνιδιάρικα σπαγγέτι που ήταν γραφτό τους να ξελογιάσουν όλη την υφήλιο. Τη συνταγή την πήραν οι Εβραίοι, την έδωσαν στους Έλληνες που την ταξίδεψαν μέχρι τη Σικελία και τη Νάπολη.
Πολύ την εκτίμησαν την pasta οι Σικελοί και οι Ναπολιτάνοι. Λάτρεψαν την αχνιστή γοητεία της μακαρονάδας, σε αντίθεση με τους ευρωπαίους του βορρά και τους αμερικανούς που στην αρχή τής αντιστάθηκαν με σθένος. Είναι εντυπωσιακό το ότι στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι Σικελοί μετανάστες αποβιβαζόταν κατά εκατοντάδες στη νέα γη της επαγγελίας, η πουριτανική αμερικανική κοινωνία ανακήρυττε τα μακαρόνια «πηγή ραθυμίας, σωματικής κόπωσης, οκνηρίας και οργανικής υπανάπτυξης».
Η εκδίκηση όμως ήρθε και ήταν γλυκιά. Πλέον ζούμε τον θρίαμβο των ζυμαρικών. Σήμερα το 65% των αμερικανικών εστιατορίων προσφέρει ζυμαρικά, η δε ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση ανέρχεται σε 10 κιλά, σχεδόν τα μισά απ’ αυτά που καταναλώνουν οι Ιταλοί.
Μακαρονοφαγία. Τι συνετέλεσε στις εκπληκτικές διαστάσεις της παγκοσμίως;
Θα μπορούσαμε να μιλάμε με τις ώρες για το πόσο φιλήδονο φαντάζει το ταπεινό πιρούνι όταν γύρω του τυλίγεται ένα μικρό κουβάρι λεπτών, στιλπνών σπαγγέτι. Για την κομψότητα με την οποία γλιστρούν μέσα σε μια σάλτσα ντομάτας. Για την ακατανίκητη επιθυμία να τα βάλεις στο στόμα, τη βασανιστική ανάγκη να τα ψιλοκόψεις με τα δόντια. Για το κρεσέντο των αρωμάτων όταν «δέσει» το κρασί που απολαμβάνεις γουλιά-γουλιά μαζί τους.
Το σίγουρο όμως είναι, πως, καταρχάς, η ευκολία της παρασκευής τους τα έβαλε σε κάθε σπιτικό. Δεν είναι λίγο να ξέρεις πως αρκεί ένα δεκάλεπτο, μια κατσαρόλα νερό, ένα πακέτο μακαρόνια και μια σάλτσα και... a table, έτοιμο το «τραπέζι». Η χαρά, η ανακούφιση της κάθε εργαζόμενης νοικοκυράς και… νοικοκύρη.
Και μετά, ήρθαν οι διακηρύξεις για τη διαιτητική αξία των ζυμαρικών και όλης της μεσογειακής κουζίνας που βασίζεται στους υδατάνθρακες, στα λαχανικά και τα φυτικά έλαια. Οι μύθοι περί παχυντικής τροφής καταρρίπτονται. Τα μακαρόνια δεν παχαίνουν! Εκτός φυσικά αν επιμένουμε να τρώμε... μισό πακέτο στην καθισιά μας, περιχυμένα με σάλτσες, κρέμες κλπ. Κάτι θα έπρεπε να μας είχε πει από καιρό η κομψότητα των γειτόνων μας, παρόλη την αφοσίωσή τους σε σπαγκέτι, τορτελίνι, ταλιατέλες και ραβιόλια.
Και για να ολοκληρωθεί το πακέτο, μας ανακοίνωσαν και τις κατευναστικές τους επιδράσεις όταν τα τρώμε το βράδυ. Εκθειάζονται, είναι κάτι σαν φυσικό βάλιουμ. Όταν διάβασα αυτό το τελευταίο, θυμήθηκα το savoir vivre που απέτρεπε τις οικοδέσποινες από το να σερβίρουν μακαρόνια στο δείπνο. Διότι, εξηγούσε, υποθάλπουν υπογείως τη διάθεση της παρέας, με την υπνηλία που προκαλούν. Εντυπωσιακό δεν είναι το πως αλλάζουν οι καιροί, οι ερμηνείες, το επιθυμητόν και το πρέπει των εποχών.
Οι 5 πιο διάσημες μακαρονάδες
Βεβαίως, τα ζυμαρικά αυτά καθ’ αυτά έχουν ουδέτερη γεύση, ίσως ελαφρώς γλυκίζουσα λόγω του αμύλου που περιέχουν. Εκείνο που κάνει τη διαφορά και γι’ αυτό κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι η σάλτσα.
Και αν επιχειρούσαμε την καταγραφή των ζυμαρικών που άφησαν εποχή σε ελληνικά σπιτικά και εστιατόρια, θα ξεκινούσαμε με τη Ναπολιτέν, την παραδοσιακή μακαρονάδα με σάλτσα ντομάτας.
Στη συνέχεια, το παστίτσιο, που φτιάχνεται με το χοντρό «τρυπητό» μακαρόνι ή με λαζάνια, κιμά και κρέμα γάλακτος στον φούρνο.
Την καρμπονάρα, την πιο δημοφιλή μακαρονάδα στην Ελλάδα. Η σάλτσα θέλει παντσέτα ή μπέικον, μπόλικη παρμεζάνα και αυγό (άψητο ή ψημένο ανάλογα με την προέλευση της συνταγής).
Τη Μπολονέζ, άλλη μία μακαρονάδα που αγαπήθηκε από τη φυλή μας. Η σάλτσα της θέλει άπαχο κιμά, ντομάτα, μπαχαρικά και αρκετό κόκκινο κρασί.
Και τα σπαγκέτι αλ πέστο, με αυθεντική γενοβέζικη σάλτσα που μοσχοβολά βασιλικό και σκόρδο. Ετοιμάζεται στο γουδί από φύλλα πλατύφυλλου βασιλικού, ελαιόλαδο, σκόρδο και παρμεζάνα.