ENG

Ρωξάνη Μάτσα

A A

Μια αποφασισμένη κτηματίας και ακούραστη αμπελουργός

Πολυταξιδεμένη και κοσμοπολίτισσα, ανοιχτόμυαλη και χειμαρρώδης με έντονη προσωπικότητα, ισχυρά πιστεύω κι ακόμη ισχυρότερα θέλω, η δισεγγονή του Αλέξανδρου Καμπά έβαλε ως στόχο της ζωής της να διαφυλάξει το οικογενειακό της κτήμα στην Κάντζα. Το αμπέλι και το κρασί ήταν το μέσο για να το πετύχει. Η πορεία, όπως περιγράφει στη συζήτησή μας που ακολουθεί, της επιφύλαξε μεγάλες δυσκολίες, αλλά συγχρόνως και πολλές ευτυχισμένες στιγμές.
της Μαρίας Νέτσικα

Η συνέντευξη δόθηκε τον Μάρτιο του 2009 για το Wine Plus magazine. Το βιβλίο «Ανδρέας Π. Καμπάς, ο Πατριάρχης της Μεσογαίας και η Τέχνη του Κρασιού», που έγραψε μαζί με την Εμμανουέλα Νικολαΐδου και τη Ζέτα Παπαγεωργοπούλου κυκλοφόρησε το 2012 (Εκδόσεις Ελευθερουδάκης). To Syrah Οινοποίηση χωρίς θειώδη του Κτήματος Μάτσα κυκλοφορεί πλέον στην αγορά (από το 2013).

Ρωξάνη, ας μιλήσουμε καταρχάς για την οικογένειά σου, για τον προπάππο σου Αλέξανδρο Καμπά και τον αδελφό του Ανδρέα. Ποια ήταν η καταγωγή τους και με τι ασχολιόταν;
Οι αδελφοί Καμπά ήταν από την Αθήνα. Πιο παλιά, δεν ξέρω ακριβώς, κάποιοι λένε ότι καταγόταν από τη Ρουμανία, άλλοι από την Πελοπόννησο. Πάντως δεν ήταν καμιά τρομερή οικογένεια. Αγωγιάτες ήταν ουσιαστικά, είχανε ζευγάρια ζώων με στάβλο στην Ξενοφώντος, απέναντι από τον ΣΕΒ. Νοίκιαζαν και οργώναν δημόσιες εκτάσεις, το Ζάππειο, τον Βασιλικό Κήπο, που τότε ήταν δημόσιες εκτάσεις. Βεβαίως ήταν πολύ πλούσιοι και έξυπνοι άνθρωποι. Και τότε στην Αττική υπήρχαν μόνο ελιές και σπαρτά. Η Αττική όμως, είναι πολύ φτωχή γη, τα σιτάρια αποδίδουν 150 κιλά το στρέμμα, το ξέρω γιατί κι εγώ έχω σπείρει, ενώ σκέψου ότι στη Θεσσαλία φτάνουν τα 1.000 κιλά. Οι αδελφοί Καμπά είδαν ότι τα αμπέλια απέδιδαν καλύτερα, αλλά δεν είχαν δική τους γη για να φυτέψουν. Έπρεπε να αγοράσουν. Κι έτσι αγόρασαν το 1875, από τη χήρα του Εμμανουήλ Αργυρόπουλου, το τσιφλίκι Κάντζα για να βάλουν αμπέλια. Το μοιράσανε όμως πολύ γρήγορα, σε δύο χρόνια, γιατί δεν είχαν τους ίδιους στόχους. Ο ένας, ο Ανδρέας, ήταν businessman, ήθελε να κάνει μια πολύ μεγάλη εταιρεία κι ο άλλος, ο προπάππος μου, ο Αλέξανδρος Καμπάς, ήταν ένας ιδιώτης που έμεινε κτηματίας.

Και στη συνέχεια, ο Ανδρέας Καμπάς έφτιαξε τη γνωστή οινοποιία.
Πρώτα απ’ όλα φύτεψε αμπέλια. Σε γραμμές. Κύπελλο βεβαίως, αλλά σε γραμμές, που τότε στην Αττική δεν γνώριζαν αυτή τη μορφή καλλιέργειας. Μετά τον μιμήθηκαν κι όλοι οι χωρικοί κι όλη η Αττική έγινε αμπέλια. Γιατί η Αττική, μέχρι πριν 15 χρόνια, είχε περίπου 160.000 στρέμματα αμπέλια. Ακόμη και τώρα, που με το αεροδρόμιο, με την Αττική οδό, με το φωταέριο, με όλα… έχουν βγει τόσα, ακόμη έχει 40.000 στρέμματα. Αν μπορείς να το φανταστείς! Όταν όλη η Νεμέα είναι 26.000 στρέμματα. Ο Ανδρέας Καμπάς λοιπόν, δημιούργησε τον οίκο Καμπά, που μαζί με τον Clauss, ήταν οι πρώτες οινοποιίες που έθεσαν τις βάσεις της μοντέρνας οινοποιίας στην Ελλάδα. Έχω φωτογραφίες των εργοστασίων Καμπά, με τρομερούς εναλλάκτες που λειτουργούν με νερό του πηγαδιού, με μεγάλους κάδους του κόκκινου κρασιού και μια πατέντα για να σπας το καπέλο, με ατμό για να πλένουν τα βαρέλια. Δηλαδή, ήταν μια εταιρεία που χρησιμοποίησε τη μοντέρνα τεχνολογία, έφερε γάλλο γεωλόγο και χημικούς... Και βέβαια, όταν έφτιαξαν τα κρασιά και βρέθηκαν με υπερπαραγωγή, τότε τα αποστάξανε και έτσι προέκυψαν τα κονιάκ. Και μάλιστα, επειδή τα κονιάκ τα εξήγαγαν, το πρώτο εργοστάσιο Καμπά ήταν στον Πειραιά, στην ακτή Μιαούλη. Το ’41 το εργοστάσιο αυτό βομβαρδίστηκε και όλοι μεταφέρθηκαν στην Κάντζα. Το αγόρασε, όμως, ένας από αυτούς που διακινούσαν το κρασί και το κονιάκ και τόκανε λαϊκή πολυκατοικία, αυτή από την οποία εμπνεύστηκε ο Καραγάτσης και έγραψε το «10».

Πολύ ενδιαφέρον! Και ενώ ο Ανδρέας Καμπάς έστηνε τον οίκο του, ο προπάππος σου, ο Αλέξανδρος Καμπάς, τι έκανε με το δικό του κομμάτι του κτήματος;
Ο Αλέξανδρος Καμπάς ήταν ασφαλιστής και κτηματίας. Αυτός και η γυναίκα του ήταν πολύ μορφωμένοι άνθρωποι, νομίζω πιο πολύ η γυναίκα του απ΄ αυτόν. Οι αδελφοί Καμπά ήταν και λίγο αρχοντοχωριάτες, αλλά η προγιαγιά μου… λεγόταν Κατρίν Μεταξάς, ήταν από τη γνωστή οικογένεια της Κεφαλονιάς και παντού υπέγραφε γαλλικά. Τέλος πάντων, είχαν δύο κόρες, η μία η γιαγιά μου, η Ντόλα, παντρεύτηκε τον Αντώνη Μάτσα. Εκείνος ήταν από τη Μήλο και σπούδασε μηχανικός, από την πρώτη γενεά πολιτικών μηχανικών. Ως τότε οι μηχανικοί ήταν μόνο στρατιωτικοί, κάναν γέφυρες, δρόμους… Γι’ αυτό και υπάρχει ο όρος πολιτικός μηχανικός, επειδή ξαφνικά υπήρχαν και μηχανικοί που δεν ήταν στρατιωτικοί. Ο παππούς μου δούλεψε στα ορυχεία της Σερίφου, που ήταν τότε ανθούσα εκμετάλλευση βωξίτη, δούλεψε και στη βελγική εταιρεία που έκανε τον Ισθμό της Κορίνθου. Η Ντόλα και ο Αντώνης Μάτσας είχαν δύο παιδιά. Ο ένας, ο Αλέξανδρος Μάτσας, ο οποίος ήταν ποιητής, λογοτέχνης και διπλωμάτης ήταν ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου από μικρός έγραφε ποιήματα. Και στο πρώτο του βιβλίο ποιημάτων, που έβγαλε το 1927 όταν ήταν 17 χρονών, και βέβαια ήταν στα γαλλικά και όχι στα ελληνικά, έχει κάνει την εισαγωγή ο Κωστής Παλαμάς ο οποίος βοηθούσε πολύ τους νέους ποιητές. Έκανε διασκευές αρχαίων, έργα του έχουν παιχτεί και στο Βασιλικό θέατρο. Μετά έγινε διπλωμάτης.

Γι’ αυτό κι εσύ δεν γεννήθηκες στην Ελλάδα, έτσι δεν είναι;
Γεννήθηκα στην Ελβετία. Έμεινα μέχρι 4 ετών στη Ρώμη, μετά ο πατέρας μου έγινε πρέσβης και πήγαμε στην Τουρκία. Και η πρώτη γλώσσα που έμαθα ήταν τα γαλλικά, γιατί στην Άγκυρα όπου μεγάλωσα, δεν υπήρχε άλλο σχολείο, μόνο Ινστιτούτο γαλλικό, μονοτάξιο σχολείο. Η πρεσβεία ήταν στην Άγκυρα, το καλοκαίρι όμως μετακόμιζε στην Κωνσταντινούπολη, σ’ ένα υπέροχο σπίτι σ’ έναν λόφο. Εκεί έμαθα να κολυμπάω, στον Βόσπορο. Μετά πήγαμε στο Ιράν και όταν ήμουν 10 χρονών στην Αμερική. Θυμάμαι ότι με πέταξαν σ΄ ένα αγγλικό σχολείο που δεν καταλάβαινα τίποτε, Απρίλιο μήνα κιόλας, στη μέση της χρονιάς. Μετά πήγα το καλοκαίρι σε summer school για να μάθω αγγλικά, να πάω κανονικά…

Έζησες, δηλαδή, τα αρνητικά των συνεχών μετακινήσεων. Υπάρχουν όμως και θετικά.
Τα θετικά είναι ότι μιλάς πολλές γλώσσες, ότι αποκτάς κι έναν άλλον ορίζοντα. Στη δική μου περίπτωση -αν μη τι άλλο- ήταν και τα μεγαλεία, να ταξιδεύεις πρώτη θέση, τα ωραία ξενοδοχεία… τα οποία δεν θα τα ξαναδούμε ποτέ. Εγώ όμως ήμουν άρρωστη -και ψυχολογικά- κάθε φορά πούταν να ταξιδέψω. Τα θυμάμαι αυτά σαν εφιάλτη, γιατί μόλις ήταν να φύγουμε, αρρώσταινα. Είχα τέτοιο άγχος στις κινητικότητες, που λέω ότι ίσως γι’ αυτό ρίζωσα τόσο πολύ, με τέτοια μανία, σ΄ αυτό το κτήμα στην Κάντζα, με τα χέρια με μανία μεσ΄ τη γη. Είναι λίγο γραφικά αυτά που λέω, αλλά όντας ξεριζωμένη σαν έφηβος, θέλεις κάτι που είναι πάρα πολύ σταθερό και δικό σου.

Οπότε φτάνουμε στο Κτήμα Μάτσα στην Κάντζα. Το αγαπούσες από μικρή;
Ναι, το κτήμα το αγαπούσα πάρα πολύ, ήταν μια αγάπη που είχα κληρονομήσει απ΄ τον πατέρα μου που μιλούσε μόνο για αυτό. Και το κάθε καλοκαίρι που με στέλναν στην Ελλάδα, στη γιαγιά μου, στο κτήμα, το θυμάμαι σαν όνειρο. Οικογενειακώς γυρίσαμε στην Ελλάδα το ΄67, επί δικτατορίας, γιατί ο πατέρας μου παραιτήθηκε. Και λίγο μετά, πέθανε. Εγώ τελείωσα το σχολείο κι επειδή πάντα μ΄ άρεζε να ζωγραφίζω, πήγα στη Σχολή Δοξιάδη και έκανα γραφικές τέχνες. Μια υπέροχη σχολή, με τρομερούς δασκάλους. Εργάστηκα και δύο χρόνια, κάνοντας μακέτες σ΄ έναν ξάδελφό μου αρχιτέκτονα. Η Κάντζα όμως ήταν πάντα στο νου μου, η Κάντζα ήταν στο νου ολωνών, ο πατέρας μου πεθαίνοντας στο νοσοκομείο ζωγράφιζε την Κάντζα από μνήμης. Άρχισα να πηγαίνω με φίλους τα σαββατοκύριακα, σ΄ ένα σπίτι σχεδόν χωρίς ηλεκτρικό. Το νερό μια δούλευε, μια δεν δούλευε. Ήταν όλα πολύ πρωτόγονα. Για τρεις γενεές δεν είχε βάλει κανείς ένα κεραμίδι, μπαίναν νερά…, δεν υπήρχε και τόση οικονομική ευχέρεια για να φτιάξεις.

Παρόλο που είχατε περιουσία…
Είχαμε ακίνητη περιουσία, γη. Κι όταν έχεις ακίνητη περιουσία στην Ελλάδα, μόνο πληρώνεις. Δε νοικιάζαμε τίποτε. Η γη έβγαζε τα σταφύλια, τα σταφύλια όμως, βγάλαν ποτέ λεφτά; Ούτε και θα βγάλουν ποτέ.

Το υπόλοιπο κτήμα, σε ποια κατάσταση βρισκόταν;
Μέχρι πριν το ’70, το κτήμα είχε 500 περίπου στρέμματα αμπέλια από τα οποία κάναμε κρασί και το πουλούσαμε χύμα σε ταβέρνες, πουλούσαμε μούστο, πουλούσαμε και σταφύλια. Και πάντα ότι μας περίσσευε, είτε σταφύλια, είτε μούστο, είτε κρασί είχαμε την ευχέρεια να το δίνουμε στην εταιρεία Καμπά που ήταν δίπλα μας. Ήταν γείτονες και είχαμε πάντα πολύ καλές σχέσεις μαζί τους, ήταν όλοι πρόθυμοι να μας βοηθήσουν και σε τεχνικά θέματα. Τότε η εταιρεία Καμπά ανήκε στην Εθνική Τράπεζα, την είχε πάρει το 1935. Τα κέρδη, λοιπόν, ήταν μόνο από τις πωλήσεις του χύμα κρασιού, τα λεφτά ήταν πάρα πολύ λίγα, δεν φτάναν ούτε για επενδύσεις ούτε για επισκευές. Και γι’ αυτό υπήρχε τόση αντίδραση από την οικογένεια, επειδή εγώ ήθελα να κρατήσω το μερίδιό μου και να συνεχίσω αυτή τη δουλειά.

Εσύ πότε άρχισες να ασχολείσαι ενεργά με το κτήμα;
Όσο λείπαμε στο εξωτερικό, το κτήμα το φρόντιζε ο θείος μου, ο αδελφός του πατέρα μου, ο Κωστάκης Μάτσας. Εγώ άρχισα να ασχολούμαι από 24 ετών. Το 1976 πρωτοπήγα στην Κάντζα και είπα «Εδώ! Θα το κάνω, θα βρω έναν τρόπο να κρατήσω το κτήμα». Ο θείος μου ήταν μάλλον ενθουσιασμένος, γιατί αγαπούσε πολύ το κτήμα και δεν τα έβγαζε πέρα και ήταν και ηλικιωμένος πια και βαριότανε. Έτσι άρχισα να προσπαθώ και βέβαια όταν ασχολείσαι με κάτι, τα πράγματα γίνονται. Πήρα δάνεια από την Αγροτική, σαν αγρότης, κι αρχίσαμε κάτι επισκευές. Είχα μεγάλο πείσμα. Και από 24 χρονών, όλες τις δουλειές που υπάρχουν στο κτήμα, και στο αμπέλι και στις ελιές και στο λιοτρίβι, τις έχω κάνει όλες, η ίδια, μεροκάματο. Και περισσότερο από ότι θα έπρεπε, γιατί έπρεπε να αποδείξω στους άλλους ότι μπορούσα. Και γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολο, να πείσω κάποιον 60 χρονών, που ήταν από γεννησιμιού του στο αμπέλι και στο κρασί, ότι το κάνει λάθος και θα δοκιμάσουμε κάτι άλλο. Πήγαινα και στις ταβέρνες, στα οινοπωλεία τα βράδια, για να πάρω τα λεφτά που μας χρωστούσανε. Ήμουνα 24 ετών, με ξανθό μαλλάκι, μιλώντας με το «ρο», και ξέρεις τώρα πώς ήταν οι 55αρηδες τότε. Ήταν πολύ δύσκολο να επιβληθώ, κουράστηκα πάρα πολύ. Οι σεισμοί του 1981 στην Αθήνα με έβαλαν σε τάξη. Γιατί γκρεμίστηκαν σχεδόν όλα, δηλαδή έπαθαν σοβαρές ζημιές, και τότε ως από μηχανής θεός ήρθε ο Μπουτάρης και μούκανε την πρόταση να συνεργαστούμε.

Αλήθεια, πως συνέβη αυτό;
Αυτό ήταν τελείως τυχαίο, όπως είναι όλα τυχαία στη ζωή. Η ξαδέλφη μου η Φωτεινή Αργυροπούλου ήταν συμμαθήτρια με την Αλέκα Μπουτάρη στο Βέλγιο. Μπαίνουμε λοιπόν σ΄ ένα μπαρ, στη Ράτκα, και πέφτει η Φωτεινή στην αγκαλιά μιας κοπέλας. Ήταν κι ο Κωνσταντίνος (Μπουτάρης), μας κερνάει ένα ουίσκι. Και λέει η Φωτεινή στον Κωνσταντίνο «και η ξαδελφούλα μου κάνει κρασί». Ο Κωνσταντίνος προφανώς βαριέται, γιατί όλοι στην Ελλάδα κάνουν κρασί, μόλις όμως ακούει για την Κάντζα, που ήταν και Ονομασία Προέλευσης, αρχίζει να ενδιαφέρεται. Ήταν και οι συγκυρίες, ότι εκείνη την εποχή η εταιρεία Μπουτάρη ήθελε να κατεβεί και στη νότια Ελλάδα… κι έτσι άρχισε η συνεργασία μας. Ο Μπουτάρης έπαιρνε όλη την παραγωγή (αυτό τώρα έχει αλλάξει) και την πουλούσε με το όνομά μας. Πλήρωνε, δηλαδή, και την παραγωγή και το όνομά μας. Ο θείος μου δεν έζησε να δει το πρώτο κρασί, εγώ ήμουν ενθουσιασμένη…

Έτσι λοιπόν βγήκε το Château Matsa. Πότε πρωτοκυκλοφόρησε;
Το Château Matsa κυκλοφόρησε το 1982. Ήταν μόνο Σαββατιανό, όλο το κτήμα τότε είχε μόνο Σαββατιανό. Και είχε τεράστια επιτυχία, έγινε πάταγος, ήταν τρομερό. Μεγάλα μεγαλεία! Θυμάμαι την πρώτη παρουσίαση στο εστιατόριο Kona Kai. Εγώ δεν μίλησα, κοίταζα στο κενό, μαγεμένη που είδα το όνομά μου σε ένα μπουκάλι. Μαγεμένη γιατί παρόλα αυτά που μούλεγαν, ότι δεν θα τα καταφέρεις, δεν μπορείς, ότι δεν έχω αρκετά λεφτά να κρατήσω το κτήμα, γιατί πάντα έτσι μούλεγαν, ίσως για να με προστατέψουν, εγώ βρήκα τον τρόπο. Στην αρχή, η παραγωγή του Château Matsa ήταν 200.000 φιάλες. Μετά από το 1990, με την πολύ μεγάλη ξηρασία και αφού χωρίσαμε το κτήμα με την ξαδέλφη μου, που δεν συμφωνούσε πια, έπεσε η παραγωγή στις 60.000 φιάλες. Και θυμάμαι υπήρξαν και διαφημίσεις που λέγανε «σπάνιο είδος: το βιολί Stradivarius, το ταξί 3 ή ώρα το μεσημέρι, το Château Matsa». Ήταν ωραίες διαφημίσεις.

Και κάποια στιγμή προχώρησες σε αναμπέλωση του κτήματος και στην αλλαγή της ποικιλιακής σύνθεσης του κρασιού;
Την αναμπέλωση την άρχισα πριν από 30 χρόνια σε κάποια στρέμματα που τώρα ανήκουν στην ξαδέλφη μου και την ολοκλήρωσα φέτος. Την έκανα σταδιακά, γιατί αν τα είχα κάνει όλα μαζί θα ήταν μια καταστροφή, δεν ξέραμε την εξέλιξη των πραγμάτων. Άρχισα με διάφορους δοκιμαστικούς αμπελώνες, πάντα με συμβουλές. Από όλους τους πειραματισμούς κρατήσαμε το Sauvignon Blanc, το Ασύρτικο και το Syrah. Και βεβαίως πρέπει να σου πω πως ξεκίνησα πρώτη, το 1985, τη βιολογική καλλιέργεια. Σήμερα ο αμπελώνας είναι 97 στρέμματα με Μαλαγουζιά, Σαββατιανό, Ασύρτικο, Ροδίτη, Sauvignon Blanc και Syrah, όλα πιστοποιημένα, από το 1998, για την παραγωγή σταφυλιών βιολογικής γεωργίας. Τα κρασιά που βγάζω είναι δύο: το Κτήμα Μάτσα -το πρώην Château Matsa- από Ασύρτικο και Sauvignon Blanc πλέον και η Μαλαγουζιά. Υπήρξε και το Λαουτάρι από Ροδίτη και Ασύρτικο που για μένα ήταν εξαίρετο κρασί, το super εξαίρετο κρασί, όμως μετά πέρασε η μόδα του. Τώρα οι Ροδίτες και τα Σαββατιανά δεν είναι στη μόδα, ίσως ξανάρθουνε, πιστεύω ότι θα ξανάρθουνε. Και ελπίζω πως θα βγάλω και ερυθρό κρασί από Syrah. Έχω εδώ και πολλά χρόνια, το οποίο το παλαιώνω, το έχω σε βαρέλια, είναι πολύ καλό. Το Syrah γενικώς στην Αττική είναι πολύ καλό.

Και τα φυτά «Μαλαγουζιά Ρωξάνη», τι είναι;
Κοίτα, έκανα πολύ κόπο για να έχω τη Μαλαγουζιά στο κτήμα, γι αυτό κάνω ότι μπορώ και τη δίνω σ΄ όποιον τη ζητάει. Φέτος είδα ότι ήταν η πρώτη χρονιά που δεν έδωσα… εκατομμύρια εμβόλια, μου ζήτησαν λίγοι, γιατί τώρα έχουν γίνει μητρικές φυτείες. Και η ιταλική Rauscedo τυπώνει για τα φυτά ταμπελάκια που γράφουν «Μαλαγουζιά Ρωξάνη». Τα οποία τα έχω κάνει και κάδρο. Το βρίσκω πάρα πολύ σημαντικό. Θεωρώ ότι όταν πεθάνω, θα είναι από τα πράματα που θα λένε ότι έκανε η Ρωξάνη. Αυτό και που κράτησα το κτήμα σ’ έναν πάρα πολύ δομημένο χώρο. Ουσιαστικά έκανα 35 χρόνια, αλλά κατάφερα τον στόχο μου. Λίγο-λίγο όλα φτιάχτηκαν και τα αμπέλια και τα υποστατικά και το σπίτι… Και ξέρεις τόχω δεσμεύσει και μετά θάνατον. Να είναι κτήμα για πάντα, όπως υπάρχουν σε άλλες χώρες και στο Bordeaux και στη Βενετία, που βλέπεις κτήματα μέσα στην πόλη.

Φαντάζομαι πως θα χάρηκες και όταν η Ένωση Ελλήνων Δημοσιογράφων Οίνου σε ανακήρυξε Οινική Προσωπικότητα του 2003.
Αυτό το βραβείο που πήρα από τους δημοσιογράφους, το βρήκα συνταρακτικό. Για μένα ήταν πάρα πολύ σπουδαίο, δηλαδή ήταν, λίγο, όπως την ημέρα που είδα να βγαίνει το πρώτο κρασί με το όνομά μου επάνω. Τι, να πω ψέματα; Ενθουσιάστηκα. Κι έχω πολλή χαρά που ανήκω στον κλάδο του κρασιού, που με βλέπουν σαν συνάδελφο κι έχω γνωρίσει πολύ κόσμο. Πάρα πολύ κόσμο, πολλούς φίλους, όλους εσάς, σας ξέρω από το κρασί, δηλαδή, πιο πολύ κόσμο ξέρω από το κρασί παρά από οπουδήποτε αλλού.

Ρωξάνη, κλείνοντας, θέλω να μου πεις για την έκδοση που ετοιμάζεις.
Θα είναι η ιστορία του οίκου Καμπά, γιατί με λυπεί το ότι χάνεται. Ήθελα να βάλω ξανά τις βάσεις στην ιστορία του, που δεν είναι δικός μου, είναι του αδελφού του προπάππου μου, αλλά δεν έχει σημασία. Έζησα όλη μου τη ζωή βλέποντας να καταρρέουν τα Καμπάδικα δίπλα μου στην Κάντζα, λέγοντας ότι κάποτε θα γίνουν πολύ σπουδαία. Μετά τα πήρε ο Μπουτάρης, λέω «πω-πω, πάλι δικά μας θάναι». Μετά, δυστυχώς, οι συγκυρίες το ‘φεραν και χάθηκαν. Δηλαδή, ζω μ’ αυτήν την προσδοκία, γιατί είμαι ρομαντική και λίγο ψωνάρα σ΄ αυτά. Επειδή λοιπόν κανείς δεν θα το ΄κανε και επειδή βρήκα πάρα πολλά στοιχεία -αυτή η ιστορία του Καμπά είναι τόσο πλούσια, ένα απίστευτο λαογραφικό υλικό και κοινωνικό υλικό- το δουλεύω εδώ και 2 χρόνια μαζί με τη λαογράφο Ζέτα Παπαγεωργοπούλου και μια άλλη φίλη μου δημοσιογράφο.  Ελπίζω πως μέσα στη χρονιά θα κυκλοφορήσει.