ENG

Ξέρετε τι σημαίνει…

A A

Wine Non Vintage (NV): Αφρώδη κρασιά ή σαμπάνιες που δεν αναγράφουν στην ετικέτα τους τη χρονολογία της εσοδείας, καθώς αποτελούν χαρμάνια κρασιών περισσοτέρων από μιας εσοδειών.

Αντιοξειδωτικά: Φαινολικές ενώσεις, που περιέχονται στις ταννίνες και παρέχουν προστασία στον ανθρώπινο οργανισμό.

Αποβοστρύχωση: Η διαδικασία με την οποία απομακρύνονται οι βόστρυχοι (κοτσάνια) από τις ράγες των σταφυλιών στην αρχή της οινοποίησης.

Γευστικό προφίλ: Το σύνολο των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών, δηλαδή των οπτικών, οσφρητικών, γευστικών χαρακτηριστικών ενός κρασιού.

Διαύγαση: Η απομάκρυνση των αιωρούμενων σωματιδίων που κάνουν το κρασί “θολό”.

Δομή εδάφους: Η φυσική δομή του εδάφους, η οποία δημιουργείται από την συνένωση μικρών σωματιδίων σε μεγαλύτερα συσσωματώματα.

Εκχύλιση: Η μεταφορά συστατικών, όπως οι ταννίνες και οι ανθοκυάνες, από τα στερεά μέρη των ραγών στην υγρή φάση (χυμός).

Ζύμες: Προκαλούν την αλκοολική ζύμωση του γλεύκους και συνεπώς την μετατροπή του σε κρασί με τη βοήθεια του ενζύμου ζυμάση, που μετατρέπει τα σάκχαρα σε αιθυλική αλκοόλη και διοξείδιο του άνθρακα.

Ίζημα: Το στερεό υλικό που μπορεί να κατακαθίσει στον πάτο της φιάλης ενός κρασιού.

Ισορροπία: Ευχάριστη αρμονία των στοιχείων και των συστατικών ενός κρασιού. Σε ένα ισορροπημένο κρασί, όλα τα συστατικά: σάκχαρα, οξέα, αλκοόλη, ταννίνες, φρουτώδη αρώματα, αρώματα παλαίωσης κλπ. είναι εμφανή, χωρίς να καλύπτει το ένα το άλλο.

Κύκλος ανθοφορίας: Ο ετήσιος κύκλος ανάπτυξης του αμπελιού, ο οποίος ξεκινάει την άνοιξη και λήγει με το πέσιμο των φύλλων το φθινόπωρο.

Μηλικό οξύ: Οξύ-συστατικό του κρασιού στο οποίο οφείλεται η χορτώδης, πικρή γεύση από σταφύλια που δεν ωρίμασαν επαρκώς. Η μηλογαλακτική ζύμωση, που προκαλείται από βακτήρια, το μετατρέπει σε λακτικό οξύ και διοξείδιο του άνθρακα. Η διαδικασία αυτή μαλακώνει το κρασί και μειώνει την οξύτητά του.

Ξεφύλλισμα: Αμπελουργική πρακτική, κατά την οποία απομακρύνονται κάποια φύλλα, για να ενισχυθεί το άρωμα και το χρώμα των σταφυλιών.

Πτητική οξύτητα: Προέρχεται από το οξικό οξύ και προκαλείται από βακτήρια που “πλήτουν” το κρασί όταν έρθει σε επαφή με τον αέρα. Σε μικρή ποσότητα βελτιώνει το μπουκέτο και τη γεύση.

Οινολάσπες: Ίζημα που περιέχει νεκρά κύτταρα ζυμών, γίγαρτα (κουκούτσια), υπολείμματα βοστρύχων (κοτσανιών), φλούδες σταφυλιών κλπ. και το οποίο κατακάθεται στη βάση της δεξαμενής στο τέλος της οινοποίησης. Τα ερυθρά κρασιά απομακρύνονται από αυτό, ενώ μερικά λευκά μπορεί να παραμείνουν με τις οινολάσπες τους για να αποκτήσουν άρωμα και πολυπλοκότητα.

Οξικό οξύ: Σε μικρή ποσότητα είναι παρόν σε όλα τα κρασιά. Σε περίσσεια προσδίδει χαρακτηριστικό οξύ άρωμα και γεύση.

Οξύτητα: Γενικός όρος για τη φρέσκια και ξινή γεύση που οφείλεται στα φυσικά οργανικά οξέα που συναντάμε στο κρασί (οξικό, τρυγικό, μηλικό, κιτρικό οξύ). Στα ισορροπημένα κρασιά προσφέρει φρεσκάδα στο άρωμα και τη γεύση.

Περκασμός (γυάλισμα): Είναι η χρονική στιγμή της αλλαγής του χρώματος των ερυθρών σταφυλιών. Στις λευκές ποικιλίες εκδηλώνεται με την εμφάνιση ενός γυαλιστερού υποκίτρινου χρώματος. Στο στάδιο αυτό, τα οξέα του σταφυλιού σταδιακά μειώνονται και τα σάκχαρα αυξάνουν.

Τρυγικό οξύ: Το πιο σημαντικό οξύ που βρίσκουμε τόσο στα σταφύλια όσο και στο κρασί.

Τυφλή γευστική δοκιμή: Μορφή γευστικής δοκιμής κατά την οποία, ο δοκιμαστής προσπαθεί να αξιολογήσει ένα κρασί χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα του. Οι περισσότερες από τις επαγγελματικές γευστικές δοκιμές είναι τυφλές.

Φαινόλες: Ενώσεις που συμβάλουν στη διαμόρφωση του χρώματος και των γευστικών χαρακτηριστικών ενός κρασιού. Στις φαινόλες ανήκουν ενώσεις όπως οι ταννίνες, οι ανθοκυανίνες, η κατεχίνη και η επικατεχίνη καθώς και τα φαινολικά οξέα. Έχουν αντιοξειδωτικές και αντισηπτικές ιδιότητες και παίζουν σημαντικό ρόλο στην παλαίωση των κρασιών.

Φωτοσύνθεση: Βιοχημική αντίδραση στην οποία ενώνεται νερό με ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακα χρησιμοποιώντας την ηλιακή ενέργεια για να σχηματίσει σάκχαρα στο αμπέλι.

Χορτώδης: Γευστικός όρος που χρησιμοποιείται για κρασιά που παράχθηκαν από σταφύλια που δεν είχαν ωριμάσει επαρκώς.