ENG

Κρήτη

A A

Έκταση αμπελώνων (% συνόλου Ελλάδας): 7.185 ha (11,7%)

Αμπελώνες για παραγωγή οίνων Π.Ο.Π.: 12,28% (% συνόλου Ελλάδας)
Αμπελώνες για παραγωγή οίνων Π.Γ.Ε.: 11,26% (% συνόλου Ελλάδας)

Π.Ο.Π.:
Αρχάνες (1972) ερυθρός ξηρός | Δαφνές (1971) ερυθρός ξηρός/γλυκύς | Πεζά(1982, 1971) λευκός ξηρός, ερυθρός ξηρός | Σητεία (1998, 1971) λευκός ξηρός, ερυθρός ξηρός/γλυκύς | Malvasia Σητείας (2011) λευκός γλυκύς |Χάνδακας – Candia (2011) λευκός ξηρός, ερυθρός ξηρός | Malvasia Χάνδακας – Candia: (2011) λευκός γλυκύς

Οι πιο διαδεδομένες ποικιλίες
Λιάτικο: 25,8% | Κοτσιφάλι: 15,9% | Ρωμέικο: 12,2% | Σουλτανίνα: 7,8% | Βηλάνα: 7,2% | Βιδιανό: 6%

Η Κρήτη, 4.000 χρόνια πριν, υπήρξε η γέφυρα μέσω της οποίας το αμπέλι και το κρασί πέρασαν από την Αίγυπτο στην υπόλοιπη Ελλάδα και στη συνέχεια στην Ευρώπη.

Η μυθολογία θέλει το Μαντείο των Δελφών να διδάσκει στους οινοποιούς του βασιλιά Μίνωα Κρήτες την παρασκευή των γλυκών κρασιών τους από λιασμένα σταφύλια.

Στο νότιο σημείο της ζώνης των Αρχανών, στο Βαθύπετρο, η αρχαιολογική έρευνα έχει αποκαλύψει ένα από τα παλαιότερα μινωικά πατητήρια στην Κρήτη (16ος αιώνας π.Χ.).

Η επόμενη λαμπρή οινική περίοδος για την Κρήτη ξημέρωσε επί Ενετοκρατίας έως τα μέσα του 17ου αιώνα με τον Malvasia οίνο.

Παρόλη τη νότια θέση της, η Κρήτη είναι ιδανική για την αμπελοκαλλιέργεια, γι’ αυτό άλλωστε παράγεται εδώ το 1/5 των ελληνικών κρασιών.

Ο κρητικός αμπελώνας θεωρείται από τους πιο παραδοσιακούς της Ευρώπης.

Το μεγαλύτερο μέρος των αμπελώνων βρίσκεται στο βόρειο κεντρικό τμήμα του νησιού, γύρω από το Ηράκλειο, στις Αρχάνες, τα Πεζά και τις Δαφνές. Οι υπόλοιποι έχουν στη στηθεί στα Χανιά, στις χαμηλές πλαγιές που αντικρίζουν τα Λευκά Όρη και στη Σητεία, στο ανατολικό τμήμα του νησιού.

Στην Κρήτη καλλιεργούνται κυρίως ντόπιες ποικιλίες, ορισμένες από τις οποίες σώθηκαν από την εξαφάνιση για να μας εκπλήξουν με τη δυναμικότητά και την ποιότητα των κρασιών τους.

Το Βιδιανό είναι μια λευκή ποικιλία της Κρήτης, από αυτές που θεωρούμε «ανερχόμενες» και αποτελούν «κρυμμένο θησαυρό» για τους οινόφιλους, Έλληνες και αλλοδαπούς.

Το πιο παλιό σταφύλι που καλλιεργούν στον νομό Χανίων είναι το ερυθρό Ρωμέικο. Με λίγες ανθοκυάνες, υψηλό αλκοολικό δυναμικό και χαμηλή οξύτητα οινοποιείται για την παραγωγή του Μαρουβά, ενός παραδοσιακού κρασιού της Κρήτης που παραπέμπει στο Sherry.

Ο νομοθέτης παραχώρησε απλόχερα τις ενδείξεις ποιότητας στο νησί: 7 Ονομασίες Προέλευσης και 6 Γεωγραφικές Ενδείξεις.

Στα ερυθρά Π.Ο.Π Αρχάνες και Πεζά έχουμε τον συνδυασμό δύο ερυθρών σταφυλιών: το τοπικό Κοτσιφάλι, μια ποικιλία με υψηλό δυναμικό σε αλκοόλη + την αιγαιοπελαγίτικη Μανδηλαριά που αντιπροτείνει χρώμα, τανίνες και πλούτο σώματος.

Το λευκό Π.Ο.Π Πεζά παράγεται από την παλιά κρητική ποικιλία Βηλάνα. Ευαίσθητο σταφύλι, όταν καλλιεργείται με φροντίδα σε υψόμετρο μεγαλύτερο από 500 μέτρα, σε αμπελώνες με φτωχά αλλά «βαθιά» εδάφη και έκθεση στους δροσερούς βόρειους ανέμους, δίνει ευχάριστα κρασιά με λουλουδένια και φρουτώδη αρώματα.

Στη ζώνη Π.Ο.Π Δαφνές, στις βορειανατολικές παρυφές του Ψηλορείτη και στη Π.Ο.Π Σητεία καλλιεργείται το Λιάτικο, ένα ακραιφνώς κρητικό ερυθρό σταφύλι που θεωρείται από τις αρχαιότερες ελληνικές ποικιλίες.

Οι αμπελώνες στη ζώνη Π.Ο.Π Σητεία από τα παράλια του Κρητικού Πελάγους σκαρφαλώνουν στο εσωτερικό, ακόμη και σε υψόμετρο που φτάνει τα 600 μέτρα και μετά κατρακυλούν μέχρι τις ακτές του Λιβυκού Πελάγους στη νότια πλευρά του νησιού.

Το 1998 νομοθετήθηκε η παραγωγή του λευκού Π.Ο.Π. Σητεία από Βηλάνα και Θραψαθήρι (70%-30%) και το 2011 του Π.Ο.Π. Malvasia Σητείας για τα λευκά γλυκά κρασιά.