Μονορούφι διάβασα το βιβλίο του κυρ-Γιάννη. Σε 350 σελίδες καταγράφει τη διαδρομή του μέσα από αμπελώνες, οινοποιεία, καταφύγια ζώων και πολιτική σκηνή. Παράλληλα μας κάνει θεατές μιας ζωής γεμάτης ένταση, πάθος, μεγάλες αγάπες, πολλές επιτυχίες, αρκετά λάθη. Αισθάνομαι τόσο τυχερή που δούλεψα κοντά του! Με αυτή την ευκαιρία ξαναθυμάμαι ένα από τα κείμενα που μας είχε δώσει για το Wine Plus magazine. Ο τίτλος του: Ταξίδια κρασιού.
ΜΝ
Το τοπίο, χειμωνιάτικο. Κερασιές και μηλιές, άλλες κλαδεμένες κι άλλες ακόμη ακλάδευτες. Πιάνοντας τις ανηφοριές είδαμε τα πρώτα αμπέλια. Που και που, καπνός ανέβαινε στο γκρίζο ουρανό από τις άκρες των αμπελιών, εκεί όπου βλέπαμε κι ανθρώπους. Έκαιγαν τις φρεσκοκλαδεμένες κληματόβεργες. Τα εδάφη σκεπασμένα από πράσινα βρεμένα χόρτα, βαριά, φορτωμένα από τα χιόνια και τις βροχές.
Η διάθεσή μου δεν ήταν καλή, προφανώς ακολουθούσε τη γκρίζα μέρα.
Όταν φτάσαμε στο οινοποιείο, άκουγα χωρίς να προσέχω τα σχόλια του ξεναγού, που μας έλεγε στο προαύλιο, πόσο χρήσιμο είναι το χιόνι για το αμπέλι, πόσο προσοχή χρειάζεται το κλάδεμα κι άλλα τέτοια. Η διαπεραστική υγρασία και η χαμηλή θερμοκρασία έκαναν τη διάθεσή μου να χειροτερεύει.
Μπήκαμε στο οινοποιείο, στο χώρο παραλαβής σταφυλιών και υποδοχής επισκεπτών. Η θερμοκρασία δεν άλλαξε, ο χώρος ήταν πιο προστατευμένος, αλλά όχι θερμαινόμενος. Άλλαξε όμως ο ξεναγός. Ο γεωπόνος που ως τώρα μας μιλούσε, εξήγησε ότι έπρεπε να φύγει. Μετάνιωσα που δεν πρόσεχα αυτά που μας έλεγε.
Η διάθεσή μου άρχισε ν’ αλλάζει με τη νέα ξεναγό, τελειόφοιτη όπως μας είπε φοιτήτρια οινολογίας που έκανε την πρακτική της. Είχε πολύ όρεξη για τη δουλειά που έκανε και μας περιέγραψε με δικό της τρόπο, πως το σταφύλι γίνεται κρασί. Την «είδα» να δουλεύει στο εργαστήριο και να προσδιορίζει τις χρωστικές, να επεμβαίνει στα μηχανήματα που ορίζουν τις θερμοκρασίες εκχύλισης και ζύμωσης, ν’ ακούει τον οινολόγο να περιγράφει το νέο κρασί και τη μέθοδο που πρέπει να εφαρμόσουν για ν’ απαλλαγούν τα νέα κρασιά από τις ενοχλητικές οσμές των υπολοίπων της ζύμωσης. Όταν φτάσαμε στο χώρο των βαρελιών, παρόλο που εξακολουθούσα να κρυώνω, είχα αρχίσει να μαγεύομαι απ’ αυτό το μαγικό τρόπο που το σταφύλι γίνεται κρασί και φτάνει στο ποτήρι μου.
Στη γευστική δοκιμή που ακολούθησε, η διάθεσή μου είχε αλλάξει τελείως. Λίγο η καθαριότητα και η ευταξία των χώρων, λίγο οι μυρωδιές - άγνωστες για μένα - των φρέσκων κρασιών και του ξύλου των βαρελιών, λίγο η ήρεμη, ζωντανή και κεφάτη φωνή της οινολόγου, μ’ έκαναν να θέλω ν’ ακούσω κι άλλα. Προσπαθούσα ν’ ανακαλύψω τα αρώματα που μας περιέγραφε, να προσδιορίσω τα χρώματα που έβλεπα, να ευχαριστηθώ τις γεύσεις και τα ερεθίσματα στο στόμα μου. Αισθανόμουν πιο «πλούσιος». Ήξερα πιο πολλές λέξεις, είχα πιο πολλές εικόνες. Αισθανόμουν μια πολύ ζωντανή ηρεμία, μια ευχαρίστηση που πήγαζε από τις καινούργιες εικόνες που είχαν δημιουργήσει τα χρώματα, τα αρώματα και οι γεύσεις των κρασιών που είχα δοκιμάσει, των χώρων που είχα δει, των ανθρώπων που είχα γνωρίσει.
Στο γυρισμό έβλεπα μ’ άλλο μάτι τους καπνούς από το κάψιμο των κληματόβεργων που ανέβαιναν στον ουρανό. Τους συνέκρινα με τις κινήσεις των χορευτών που έβλεπα το προηγούμενο βράδυ στην παράσταση του χοροθέατρου. Δεν ήταν τα –λίγα- κρασιά που είχα δοκιμάσει, ούτε η πιθανή επίδραση του αλκοόλ, μιας κι είχε περάσει κάμποση ώρα. Η διάθεσή μου είχε αλλάξει από όλα αυτά που είδα και γνώρισα.
Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να τριγυρίσω λίγο περισσότερο στα κρασιά, να κάνω πιο πολλά ταξίδια κρασιών.
Υ.Γ. Το σημείωμα αυτό γράφτηκε όταν, πολύ νέος, έκανα μια επίσκεψη σ’ ένα οινοποιείο στην Αυστρία.