ENG

Port

A A

Το όνομα του Port (Porto, Πόρτο) προέρχεται από την παραθαλάσσια πόλη και πολύ γνωστό λιμάνι της Πορτογαλίας Oporto, που βρίσκεται ακριβώς στις εκβολές του ποταμού Douro, στον Ατλαντικό Ωκεανό. Η μεγάλη αναγνωρισιμότητά του βεβαίως οφείλεται και στην άμεση σχέση που η, τότε κραταιά στο ναυτικό–αποικιακό εμπόριο, Μεγάλη Βρετανία ανάπτυξε με την πολύ ισχυρή Πορτογαλία και στους δεσμούς που τους ένωναν, με αποτέλεσμα το Πόρτο να αποτελεί μέρος των αστικών συνηθειών της εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ η Πορτογαλία είναι η μητέρα των Πόρτο, το μέρος που τα γέννησε, η Μεγάλη Βρετανία θεωρείται δικαίως ο πατέρας τους, που τα διέδωσε σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Και στις μέρες μας ακόμη, οι περισσότεροι οίκοι παραγωγής Πόρτο φέρουν αγγλικά ονόματα, δηλώνοντας όχι μόνο την άρρηκτη σχέση αλλά και τα συμφέροντα που ευθέως έχουν. Οι οίκοι αυτοί ακόμα και σήμερα ονομάζονται shippers, επειδή παλιά συνηθιζόταν τα Πόρτο να φορτώνονται σε βαρέλια και να αποστέλλονται στην Αγγλία όπου οι μεταπράτες Άγγλοι έμποροι τα εμφιάλωναν και τα κυκλοφορούσαν στην αγορά με τη δικιά τους ετικέτα.

Η κοιλάδα του Douro
Τα Πόρτο παράγονται στην πολύ αφιλόξενη γεωμορφολογικά κοιλάδα του Douro, στη βόρεια Πορτογαλία, που ξεκινά από τον Ατλαντικό και φτάνει μέχρι τα σύνορα με την Ισπανία. Μια πολύ δύσβατη περιοχή και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστος ο τρόπος που καλλιεργούνται τα αμπέλια σε patamares, όπως λέγονται οι πεζούλες, με εξαιρετικά δύσκολο τόσο το έργο της φροντίδας των αμπελώνων όσο και τον τρυγητό. Καλλιεργούνται, αυστηρά, γηγενείς ποικιλίες. Υπάρχουν περίπου 300 ταυτοποιημένες αλλά από αυτές ουσιαστικά οι 5 θεωρούνται κύριες: Tinta Barroca, Tnta Roriz, Tinto Cao, Touriga Francesca, Tourica Nacional. Για την παραγωγή του λευκού Πόρτο, που επίσης παρουσιάζει ενδιαφέρον, χρησιμοποιείται κυρίως η Malvasia.

Μια μοναδική διαδικασία παραγωγής
Μοναδικός και πάρα πολύ ενδιαφέρων είναι ο τρόπος με τον οποίο ακόμα και σήμερα παράγονται τα Πόρτο. Εκτός από κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας είναι και γιορτή, κάποιες φορές και τουριστική ατραξιόν. Τα σταφύλια από τους αμπελώνες καταφθάνουν στα οινοποιεία και τοποθετούνται στις lagares, τσιμεντένιες γούρνες μέσα στις οποίες θα πατηθούν για να βγει ο μούστος. Το πάτημα γίνεται με γυμνά πόδια και έχει αποδειχθεί ότι το ανθρώπινο βάρος σε συνδυασμό με τη θερμοκρασία του πέλματος έχει το καλύτερο εκχυλιστικό αποτέλεσμα. Η διαδικασία ξεκινά με τους πατητές πιασμένους… alla braccietta να εκτελούν το corte, δηλαδή το κόψιμο. Για 2 ώρες πραγματοποιούν τη συστηματική σύνθλιψη των σταφυλιών, με ρυθμικό βήμα, σε κινήσεις um–dois (ένα-δύο) και esquerda-direita (δεξιά-αριστερά) και τον επικεφαλής να δίνει τις κατευθύνσεις. Μετά από 2 ώρες έχουμε το πρόσταγμα liberdade. Η διαδικασία συνεχίζεται, αλλά κατά μόνας. Σε κάθε lagare υπάρχουν 3 ή 4 πατητές και η ποσότητα που πατούν φτάνει να γεμίσει ένα παραδοσιακό βαρέλι pipas. Στη συνέχεια ξεκινά η εξαιρετικά βραχύβια ζύμωση και ακολουθεί η προσθήκη του οινοπνεύματος, στο σημείο που θα επιλέξει η κάθε quinta, ούτως ώστε να διαμορφώσει το στυλ του Πόρτο που θέλει. Σε πολλά οινοποιεία η παραπάνω διαδικασία έχει εκμοντερνιστεί. Θεωρείται ωστόσο η ιδανική αν και, από παραγωγικής άποψης, δεν είναι αποτελεσματική. Μέχρι το 1983, βάσει νομοθεσίας, τα Πόρτο έπρεπε να μεταφέρονται στη Vila Nova de Gaia, την πόλη που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το Oporto, προκειμένου να μείνουν στις αποθήκες για να παλαιώσουν. Οι συνθήκες -κυρίως λόγω υγρασίας- ήταν ιδανικές για παλαίωση αλλά επίσης, ήταν και πολύ κοντά στο λιμάνι για την άμεση εμπορεία τους. Η μεταφορά γινόταν με μικρά καραβάκια, τα barco ravelho, τα οποία μετέφεραν τα βαρέλια μέσω του ποταμού Douro.Τώρα βρίσκονται ακινητοποιημένα στο ποτάμι και αποτελούν μέρος της ιστορίας και της γοητείας που ασκεί η πανέμορφη πόλη του Oporto, αφού από το 1983 επετράπη στις quintas να παλαιώνουν τα Πόρτο στις εγκαταστάσεις τους.

Τα στυλ του Πόρτο
Τα λευκά Πόρτο είναι τα πιο απλά. Παράγονται από την ποικιλία Μαλβάζια σε συνδυασμό με κάποιες γηγενείς και αποτελούν πάρα πολύ μικρό ποσοστό της συνολικής παραγωγής. Τα συναντάμε σε ξηρή (leve seco) ή σε γλυκιά μορφή (lacryma) και είναι έξοχα απεριτίφ, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, με τόνικ ή σόδα και πάγο.

Το Ruby Port είναι το πιο απλό από τα κλασσικά ερυθρά και το πιο φτηνό. Δεν παλαιώνει καθόλου σε βαρέλι και χαρακτηρίζεται από έντονο φρουτώδες άρωμα και σχετικά μέτρια γεύση. Δεν είναι χρονολογημένο διότι αποτελεί προϊόν ανάμιξης από διάφορες χρονιές. Το όνομά του οφείλεται στο έντονο ρουμπινί χρώμα που έχει.

Τα Tawny Port χωρίζονται σε νέα και παλαιωμένα. Στα νέα έχουμε μια ελαφριά παλαίωση 3 χρόνων. Το όνομα και εδώ οφείλεται στο «ξεθωριασμένο» χρώμα που έχουν. Στα πολύ φτηνά μπορεί να προκύπτει και από ανάμειξη με λευκά Πόρτο. Όσα ανήκουν στην κατηγορία των παλαιωμένων φέρουν μια ένδειξη που αναφέρεται στο νεότερο tawny που συμμετέχει στο χαρμάνι. Υπάρχουν Tawny Port των 10, 20, 30 και τέλος των 40 ετών. Όλα τους, λόγω της παρατεταμένης παραμονή τους στο βαρέλι έχουν κεραμιδί χρώμα. Την πιο ενδιαφέρουσα όμως εκδοχή του παλαιωμένου tawny βρίσκουμε στη χρονολογημένη απόδοσή τους, με την ένδειξη colheita από μια συγκεκριμένη χρονιά και ελάχιστη παλαίωση 7 ετών.

Vintage Port. Η απόλυτη έκφραση των δυνατοτήτων του Πόρτο. Κρασιά υψηλής κλάσης με εξαιρετικά μεγάλη δυνατότητα παλαίωσης που ξεπερνά τα 20 χρονιά. Η κατηγορία αυτή όμως θέλει λίγο ψάξιμο γιατί κρύβει πολλές παγίδες. Κάθε οίκος έχει δικαίωμα παραγωγής vintage port. Εάν θεωρήσει ότι η χρονιά είναι πολύ καλή, υποβάλλει αίτηση στο ελεγκτικό φορέα που ακούει στο όνομα Instituto do Porto για να πάρει έγκριση, ξεχωριστά από τις άλλες quintas. Αφού την πάρει και μετά από παραμονή για περίπου δυο χρόνια σε βαρέλια,  εμφιαλώνει το vintage port και το αφήνει για μακροχρόνια παλαίωση. Το vintage port αποτελεί το 2-3% της παραγωγής της περιοχής, ενώ οι χρονιές που στατιστικά μέχρι τώρα έδωσαν vintage δεν ξεπερνούν τις 2 με 3 ανά δεκαετία. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι: 1966, 1977, 1994, 1997, οι οποίες θεωρούνται σπουδαίες και στις οποίες αρκετοί οίκοι έδωσαν μοναδικά Πόρτο.

Late bottled Vintage ονομάζεται το Πόρτο που ουσιαστικά απέτυχε να δηλωθεί κι έτσι παρέμεινε στα βαρέλια για περίπου 6 χρόνια. Χρονολογημένο κι αυτό, αποτελεί μια εξαιρετική διάσταση του Πόρτο αφού θεωρείται μικρό vintage.Υπάρχουν μάλιστα οίκοι οι οποίοι ειδικεύονται στην παραγωγή αυτής της κατηγορίας, η οποία και πιο προσιτή είναι και περισσότερο εύκολα παράγεται.

Στην περίπτωση που τα σταφύλια έρχονται από ένα συγκεκριμένο αμπελώνα και είναι και vintage έχουμε Single Quinta Vintage Port. Εδώ βρίσκουμε όχι μόνο την απόδοση της ανώτερης κατηγορίας Πόρτο, αλλά και με διαστάσεις terroir.

Κατά καιρούς υπήρξαν και ενδιάμεσες κατηγορίες με χρήση του ονόματος Vintage, όπως Vintage Character, Vintage Crusted… Επειδή όμως δημιουργούσαν σύγχυση, καταργήθηκαν.